εναρκτικός

εναρκτικός
-ή, -ό (Α ἐναρκτικός, -ή, -όν)
1. αρχικός, αυτός που σημαίνει έναρξη
2. γραμμ. «εναρκτικά ρήματα» — τα παράγωγα ρήματα που σημαίνουν έναρξη τού σημαινόμενου από το πρωτότυπο, π.χ. ηβάσκω (ηβώ), γηράσκω (γηρώ) κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εναρκτικός — ή, ό ο αρχικός, που ανήκει στην έναρξη: Εναρκτικά ρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐναρκτικόν — ἐναρκτικός inchoative masc acc sg ἐναρκτικός inchoative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έναρχος — ἔναρχος, ον (AM) μσν. αυτός που βρίσκεται στην αρχή, πρώτος, εναρκτικός, που σημειώνει την έναρξη αρχ. 1. αυτός που έχει εξουσία, αρχή, αξίωμα 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από εξουσία, υπεξούσιος …   Dictionary of Greek

  • εξοιδίσκομαι — ἐξοιδίσκομαι (Α) εξοιδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Εναρκτικός τ. τού εξοιδώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”