- εναρκτικός
- -ή, -ό (Α ἐναρκτικός, -ή, -όν)1. αρχικός, αυτός που σημαίνει έναρξη2. γραμμ. «εναρκτικά ρήματα» — τα παράγωγα ρήματα που σημαίνουν έναρξη τού σημαινόμενου από το πρωτότυπο, π.χ. ηβάσκω (ηβώ), γηράσκω (γηρώ) κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.